- καλωπός
- καλωπός, -ή, -όν (Α)αυτός που έχει ωραία όψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -ωπός (< -ωψ, -ωπος < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αγρι-ωπός, βλοσυρ-ωπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλωπούς — καλωπός with beautiful eyes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek